εντοπιότητα

εντοπιότητα
η
η εξαιτίας καταγωγής ή δημοσιοϋπαλληλικής, γενικά, υπηρεσίας νόμω σημαντική σύνδεση προσώπου με ορισμένο τόπο ως εκ τής οποίας το πρόσωπο κωλύεται να ασκήσει ορισμένο δημοσιοϋπαλληλικό έργο στον τόπο αυτό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Λάρισα — I Πόλη (124.394 κάτ.) της Θεσσαλίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού (βλ. λ. Λαρίσης, νομός) και του ομώνυμου δήμου (βλ. λ. Λάρισας, δήμος). Βρίσκεται στο κεντροανατολικό τμήμα της θεσσαλικής πεδιάδας, εκτεινόμενη στις δύο όχθες του Πηνειού. Είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”